«Η σημαία, το κάψιμο της και η νέα εθνικοφροσύνη»


…Θα ακολουθώ άλλες σημαίες, άλλους στρατούς
Άννα μην κλαις
(Μπ. Μπρεχτ)

Για άλλη μια φορά καθίσταται αναγκαίο, να σχολιάσουμε την επικαιρότητα. Και αυτό γιατί πολλές φορές διαβάζουμε πράγματα στις «Λακωνικές Σελίδες» που ειλικρινά αξίζουν μία απάντηση από κομμουνιστική σκοπιά, ειδικά σε εποχή που η εθνοπατριωτική λαϊκιστική αριστερά προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει έδαφος και να εκφράσει τα μικροαστικά και συντηρητικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, κάτι που από εδώ και πέρα θα το ονομάζουμε «Νέα Εθνικοφροσύνη». Και θα το ονομάσουμε έτσι, γιατί οι ρητορικές όψεις του ελληνικού εθνικισμού οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει και «αντι-γερμανική», «αντι-Μέρκελ» και «αντι-Σόιμπλε» μορφή, εκφράζουν έναν χυδαίο εθνολαϊκισμό μεν, αλλά και τις πολιτικές/γεωπολιτικές βλέψεις μίας μερίδας του ελληνικού κεφαλαίου δε.

Οι εκφάνσεις αυτές του ελληνικού εθνικισμού φαντάζουν νεόκοπες και εκδηλωθείσες αποκλειστικά στα πλαίσια του «αντι-μνημονίου», αλλά συνδέονται οργανικά και άμεσα με βασικούς συγκροτητικούς μύθους του ελληνικού σχηματισμού. Σε αυτά τα πλαίσια, με έναν αναπόδραστο τρόπο η πολιτική εκβολή του ελληνικού «αντι-γερμανισμού» (είτε αυτός έχει δεξιό, είτε αριστερό πρόσημο) δεν είναι άλλη από το γνωστό χρυσαυγίτικο πολιτικό σύνθημα «Κάτω η Ευρώπη των τοκογλύφων-Ζήτω η Ευρώπη των Εθνών» με το οποίο η ΧΑ κατέβηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές του 2014.

Πριν λίγες μέρες τράβηξε την προσοχή μας ένα άρθρο ένος πρώην στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ και πιθανών σήμερα μέλος του εθνολαϊκιστικού σχήματος της ΛΑ.Ε (χωρίς να είμαστε σίγουροι για αυτό) με θέμα το κάψιμο της ελληνικής σημαίας ανήμερα της επετείου της 17 Νοέμβρη. Ο λόγος για το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην σελίδα Lakonialive με τίτλο «εκείνοι που καίνε την ελληνική σημαία». Έχουμε γράψει εκατοντάδες φορές ότι οι εθνοπατριωτικές και ανοιχτά εθνικιστικές τάσεις δεν είναι ένα προνόμιο μόνο των νεοναζήδων της «Xρυσής Aυγής». Ειδικά στην Λακωνία επεκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, ακόμα και σε αυτό της αριστεράς αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και σε σχήματα αντιεξουσιαστικού προσανατολισμού, ειδικά μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, και μάλιστα εντελώς απροκάλυπτα. Για αυτό λοιπόν αφρίζουν οι διάφοροι αριστεροί πατριώτες κάθε φορά, που ένα κομμάτι τής κοινωνίας αποφασίζει να δείξει έμπρακτα την αμφισβήτηση των συμβόλων του εθνικού κορμού και εν τέλει του ίδιου του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.

Iστορικά οι σημαίες των σύγχρονων κρατών έλκουν την καταγωγή τους από τα πολεμικά λάβαρα, οικόσημα και εραλδικά σύμβολα που χρησιμοποιούσαν οι μεσαιωνικοί στρατοί αριστοκρατικών και μοναρχικών οίκων. Αν όμως στον Μεσαίωνα η πολεμική σημαία συμβόλιζε, πέρα από το ηρωικό παρελθόν, την προσωπική εξάρτηση του πολεμιστή απέναντι στον ηγεμόνα πολέμαρχο, στη νεωτερική εποχή, με την ίδρυση καπιταλιστικών εθνών-κρατών και την κατασκευή των εθνικών ταυτοτήτων, η σημαία συμβολίζει ακριβώς την ανάδυση ενός νέου τύπου κράτους. Οι περισσότερες σημαίες των ευρωπαϊκών κρατών είναι τρικολόρ, προκειμένου να δείξουν την ενότητα των «Τριών Τάξεων», δηλαδή τη συγκρότηση επί της ουσίας της αστικής κοινωνίας και του υποκειμένου του πολίτη.

Η σημαία του καπιταλιστικού έθνους-κράτους συμβολοποιεί την κρατική/ταξική Κυριαρχία στο έδαφος της εθνικής επικράτειας και έτσι γίνεται το απόλυτο φετίχ της καπιταλιστικής εθνικοφροσύνης: καθορίζεται από το Σύνταγμα, τοποθετείται στη στέγη των δημοσίων κτιρίων, βρίσκεται σε κάθε λαγούμι της γραφειοκρατίας, αποτυπώνεται στα κρατικά οχήματα, κρεμιέται στα μπαλκόνια στις εθνικές επετείους και παρελάσεις, το εθνόσημο ράβεται πάνω στις στολές των σωμάτων ασφαλείας. Η εθνική σημαία είναι αυτή που ακολουθεί ο στρατιώτης, επειδή το ίδιο το έθνος του το επέβαλε, προκειμένου να γίνει κρέας για τα κανόνια.

Το νικηφόρο κομμουνιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε ως τέτοιο, επειδή ακριβώς τα έβαλε με τις εθνικές σημαίες. Οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν καλέσανε παραμονές του Α΄ ΠΠ τους εργάτες να μην ακολουθήσουν τις εθνικές «ξένες σημαίες». Ο Καρλ Λίμπκενχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ την ίδια περίοδο διακήρυτταν ότι «ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας την πατρίδα». Ο Μαρξ κατέδειξε με όλη την κριτική του με τον πλέον τεκμηριωμένο τρόπο ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα».

Το πτώμα της σύγχρονης αριστεράς εδώ και 30 σχεδόν χρόνια πιπιλίζει την καραμέλα ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα». Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντι-μαρξικό και αντιδιαλεκτικό από αυτό. Επί της ουσίας πρόκειται για την πλήρη προσχώρηση της αριστεράς στην μεταμοντέρνα αντίληψη περί παγκοσμιοποίησης. Σε πλήρη αντίθεση ο κριτικός μαρξικός λόγος τεκμηριώνει ότι όσο κι αν διεθνοποιείται το κεφάλαιο ως παραγωγική/κοινωνική σχέση, η συγκρότηση της καπιταλιστικής Κυριαρχίας θα παραμένει πάντα εθνο-κρατική.

Τίποτα δεν διδάχθηκε η αριστερά από τους καπιταλιστικούς πολέμους των τελευταίων 30 ετών, από το Βrexit, από την εκλογική άνοδο φασιστικών τάσεων, από τα διαλυτικά φαινόμενα στην ΕΕ, από τη νίκη του Τραμπ. Η αγωνία της να υπερασπίζεται τα βάθρα και τα σύμβολα του καπιταλιστικού έθνους-κράτους είναι οργανικού χαρακτήρα: χωρίς την ενσωμάτωσή της στο εθνικό κράτος και την αναπαραγωγή της μέσω αυτού δεν μπορεί να υπάρξει. Σε τελική ανάλυση η αριστερά του αρθρογράφου υπερασπίζεται την καπιταλιστική πατρίδα γιατί εκεί είναι το τελευταίο καταφύγιο της κρατικής χρηματοδότησης, όταν οι εργάτες της γυρνάνε την πλάτη, για το λόγο ότι δεν έχει καμία αξία χρήσης για την προώθηση των συμφερόντων τους.

Η μόνη σημαία που πρέπει να εκφράσει τους/τις εργάτες/ριες ακόμα και στο έδαφος ενός δοσμένου έθνους-κράτους, είναι εκείνη που βγήκε μέσα από τους αγώνες τους και το αίμα τους: και δεν είναι άλλη από την κόκκινη. Για καμιά καπιταλιστική πατρίδα δεν θα υποστείλουμε τη σημαία της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Αν όμως η σημαία είναι το κορυφαίο φετίχ της καπιταλιστικής εθνικοφροσύνης, τότε και το κάψιμό της αποκλειστικά σε ένα θεαματικό πλαίσιο, όπου κυριαρχεί η ατομική βούληση, μπορεί να λειτουργήσει ως ακόμα ένα (αντι-)φετίχ της αναρχικής πρακτικής. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με το επαναστατικό κάψιμο των όσων συμβολίζει η οποιαδήποτε εθνική σημαία και δη η ελληνική: τους επεκτατικούς πολέμους του ’12-’22, την παράδοση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων στο Ολοκαύτωμα, την βαθιά καταπίεση της μακεδονικής μειονότητας, την έντεχνα επιβαλλομένη θεοκρατία, τις χούντες, τις φασιστικές δικτατορίες, τη συνεργασία με τους ναζί, τον αντικομμουνισμό ως επίσημη κρατική ιδεολογία, τα Μακρονήσια, τις φυλακές, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τα πογκρόμ και τις εκτελέσεις, την έμπρακτη συνδρομή σε αντεπαναστατικούς πολέμους, όπως το ’18 στην Οδησσό και το ’50 στην Κορέα, τη βοήθεια στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, το ξεζούμισμα και το ρατσισμό εις βάρος των μετανατών εργατών, την πατριαρχία, τον μισογυνισμό/σεξισμό, ομοφοβία, την κουλτούρα του βιασμού και τον υγρό τάφο του Αιγαίου για χιλιάδες μετανάστες/πρόσφυγες. Ωστόσο, η αντίσταση στην εθνικοφροσύνη δεν είναι έργο μίας συμβολικής ενέργειας, αλλά καθημερινή μάχη και αγώνας, διαρκής εξέγερση της μνήμης ενάντια στη λήθη.

Αντίσταση λοιπόν στην εθνικοφροσύνη της σημαίας, δεξιά και αριστερή. Αντίσταση στα παραμύθια ότι «η σημαία δεν είναι το κράτος, αλλά οι γονείς μας και αυτά που αγαπάμε» και ότι «οι ξένοι εχθροί καίνε τη σημαία, ενώ οι ντόπιες ελίτ την έχουν παρατήσει». Ως κομμουνιστές/τριες και εργαζόμενοι/ες την έχουμε γραμμένη την «Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση» των φωστήρων της αριστεράς. Δεν μας απασχολεί να χαϊδέψουμε τα αυτιά του εγχώριου εθνικισμού και φασισμού, μήπως και αρπάξουμε κάνα ψήφο, να μπούμε στην Βούλη. Η δική μας σημαία είναι παγκόσμια, διεθνιστική. Δεν ξεβάφει το χρώμα της, δεν ξεθωριάζει. Υψώνεται κάθε φορά που ο κάθε εκμεταλλευόμενος σηκώνει κεφάλι, καρφώνεται με λύσσα στα Ράιχσταγκ κάθε φορά που τσακίζουμε τον φασισμό και γι’ αυτό είναι καταματωμένη και κατακόκκινη.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Η σημαία, το κάψιμο της και η νέα εθνικοφροσύνη»

  1. Στη συντηρητική Καθημερινή, ένα μήνυμα Δημοκρατίας από τις ΗΠΑ:

    http://www.kathimerini.gr/704337/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/ths-patridos-toys-h-shmaia

    Του Πασχου Μανδραβελη
    Της πατρίδος τους η σημαία
    08.02.2007
    …………………………

    Βεβαίως ο νόμος που απαγορεύει το κάψιμο μιας σημαίας είναι αντιδημοκρατικός. Στην ουσία ποινικοποιεί μια μορφή έκφρασης. Η σημαία οποιασδήποτε χώρας είναι σύμβολο. Μπορεί να συμβολίζει τον λαό, όπως επέμεινε από ένα τηλεπαράθυρο ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Νίκος Γεωργιάδης, μπορεί να συμβολίζει κι ένα κράτος, όπως νομίζει το ΚΚΕ. Μπορεί ακόμη να συμβολίζει αυτοπροσώπως τον Μπους και τα εγκλήματα στο Ιράκ όπως επιχειρηματολόγησε στα ίδια τηλεπαράθυρα η κ. Λιάνα Κανέλλη.

    Ο, τι και να βλέπει κάποιος στο πανί είναι στο επίπεδο του συμβολικού. Γι’ αυτό κάποιος μπορεί να αναρτήσει μια σημαία, μπορεί να τη φιλήσει, μπορεί να την προσκυνήσει, μπορεί και να την κάψει. Η χρήση μιας σημαίας δεν μπορεί να έχει διττό ρόλο: δεν μπορεί να έχει μια συμβολική χρήση και κάποια άλλη χρήση να έχει ως αποτέλεσμα πραγματικές επιπτώσεις στο άτομο (π. χ. φυλάκιση).

    Ετσι λοιπόν, ασχέτως αν το κάψιμο των συμβόλων προσβάλλει κάποιους, ασχέτως αν δεν πρέπει να γίνεται για λόγους ευπρέπειας, ένα μέλος του ΚΚΕ πρέπει να έχει το δικαίωμα να καίει την αμερικανική σημαία. Η πράξη αυτή είναι μέρος της ελευθερίας έκφρασης που πρέπει να υπάρχει σε μια δημοκρατική πολιτεία.

    Αυτή εξάλλου είναι και η άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Σε μια ιστορική απόφαση (Texas v. Johnson, 491 U. S. 397, 1989) αναίρεσε την καταδίκη ενός πολίτη ο οποίος έκαψε δημόσια την αμερικανική σημαία, διότι «το κάψιμο της σημαίας αποτελεί έκφραση… και η βασική αρχή της Πρώτης Τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος είναι ότι το κράτος δεν πρέπει να απαγορεύει κάποια μορφή έκφρασης επειδή η κοινωνία τη θεωρεί προσβλητική ή διαφωνεί μ’ αυτήν».
    ……………………..
    _____________

    Ιός-Ελευθεροτυπίας:
    http://www.iospress.gr/ios2000/ios20001029a.htm

    ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΖΙΜΗ ΠΑΝΟΥΣΗ
    Σημαιομάχοι και σημαιολάτρες

    …………………

    Όσο κι αν αυτό εκπλήσσει, στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί δίωξη εναντίον όσων θα επιχειρούσαν να μιμηθούν τον Τζίμη Πανούση, αλλά ούτε και όσων θα έκαιγαν για λόγους διαμαρτυρίας την αμερικανική σημαία. Υπάρχουν δύο αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ με τις οποίες το κάψιμο της σημαίας θεωρείται ατομικό πολιτικό δικαίωμα και οποιαδήποτε δίωξη όσων επιχειρούν παρόμοιες πράξεις αποκλείεται, διότι θεωρείται ότι παραβιάζει το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης. Οι δύο αυτές αποφάσεις πάρθηκαν το 1989 και το 1990, αλλά δεν ήταν η τελευταία λέξη στο ζήτημα. Επί μία δεκαετία το λόμπι των φανατικών εθνοπατέρων επιχειρεί με κάθε τρόπο να ανατρέψει αυτές τις δικαστικές αποφάσεις, ανακαλύπτοντας παρακαμπτήριους δρόμους για τη δίωξη των «βέβηλων».

    Κάψτε την αστερόεσσα

    Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει πλούσια νομολογία υπέρ των «βέβηλων». Τον Ιανουάριο του 1974, μάλιστα, δικαίωσε τον Πίτερ Γκρίνφιλντ, ο οποίος είχε προσθέσει το σήμα της ειρήνης στην αμερικανική σημαία τον Μάιο του 1970, διαμαρτυρόμενος για τις επιθέσεις στην Καμπότζη και την αιματηρή καταστολή των φοιτητών στο Kent State University.

    Η πιο σημαντική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1989. Μ’ αυτήν δικαιώθηκε ο Γκρέγκορι Τζόνσον, ο οποίος είχε καταδικαστεί στην πολιτεία του Τέξας επειδή έκαψε μια αμερικανική σημαία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η περίφημη Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος που αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της βεβήλωσης ή της καταστροφής της σημαίας. Αμέσως κινητοποιήθηκε ο Πρόεδρος Μπους, ο οποίος δήλωσε ότι υποστηρίζει τη θέσπιση μιας νέας Τροπολογίας, με την οποία θα απαγορεύεται η «βεβήλωση» της σημαίας. Την «ανησυχία» του Προέδρου συμμερίζονταν και οι Δημοκρατικοί, μόνο που δεν συμφωνούσαν ότι πρέπει να γίνει συνταγματική αναθεώρηση και επιχειρούσαν να περάσουν με νομοθετική ρύθμιση την ποινικοποίηση του καψίματος της σημαίας.

    Όλο το καλοκαίρι του 1989 το Κογκρέσο συζητούσε πώς θα ποινικοποιήσει το κάψιμο: με νόμο ή με αναθεώρηση; Τον Οκτώβριο εγκρίνεται ο «Νόμος Προστασίας της Σημαίας» και από τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου. Η Γερουσία υπερψηφίζει τη συνταγματική «Τροπολογία Προστασίας της Σημαίας». Ο Μπους, ο οποίος ήταν υπέρ της Τροπολογίας, δεν υπογράφει το νόμο, αλλά επιτρέπει να τεθεί σε ισχύ.

    Πριν από 11 ακριβώς χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 1989 τίθεται σε ισχύ ο «Νόμος Προστασίας της Σημαίας». Την ίδια ακριβώς ημέρα 500 διαδηλωτές στο Σιάτλ αντιδρούν «βεβηλώνοντας» όποια σημαία βρισκόταν μπροστά τους. Τη διαδήλωση οργάνωσε μια ένωση βετεράνων του πολέμου στο Βιετνάμ. Άλλοι 200 βετεράνοι διαδηλώνουν στη Νέα Υόρκη καταγγέλλοντας τον βίαιο «εκπατριωτισμό». Την επομένη τέσσερα άτομα καίνε σημαίες στα σκαλιά του Καπιτωλίου σε μια επιδεικτική προσπάθεια ανατροπής του νόμου. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο οι διαμαρτυρίες και τα επιδεικτικά καψίματα σημαιών εξαπλώνονται σε όλη τη χώρα και κυρίως στα πανεπιστήμια. Οι διωκτικές αρχές αποφεύγουν να στραφούν εναντίον των φοιτητών. Στο δικαστήριο φτάνουν μόνο επτά διαδηλωτές από το Σιάτλ και 3 από το Καπιτώλιο. Όλοι καταδικάστηκαν. Την ίδια περίοδο το FBI ανέκρινε 120 μαθητές σχολείου του Σαν Φρανσίσκο, για να στοιχειοθετήσει κατηγορία εναντίον ενός καθηγητή, ο οποίος έκαψε τη σημαία μέσα σε πέντε τάξεις, κατά τη διάρκεια συζήτησης για την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ.

    Σε μια από τις πιο εντυπωσιακές διαμαρτυρίες, η «Επιτροπή για το Σταμάτημα των Τροπολογιών και των Νόμων της Σημαίας» οργάνωσε διαδήλωση στις 28 Φεβρουαρίου 1990, κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας εκδήλωσης του Μπους στο Σαν Φρανσίσκο. Δύο χιλιάδες διαδηλωτές έκαψαν σημαίες, χόρεψαν πάνω σε μια τεράστια σημαία που είχαν κολλήσει στο δρόμο, και φώναξαν «Καταργήστε το φασιστικό νόμο για τη σημαία». Η εκστρατεία πήρε πανεθνικές διαστάσεις.

    Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισε η αντίδραση και της δικαστικής εξουσίας. Τα ομοσπονδιακά περιφερειακά δικαστήρια της Ουάσιγκτον και του Σιάτλ ακύρωσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις κρίνοντας αντισυνταγματικό το «Νόμο Προστασίας της Σημαίας». Στις 11 Ιουνίου 1990 η υπόθεση φτάνει και πάλι στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επικυρώνει τις αποφάσεις των περιφερειακών δικαστηρίων, επιβεβαιώνοντας οριστικά την αντισυνταγματικότητα του νόμου.

    Οι υποστηρικτές των διώξεων υποχρεώνονται πλέον να στραφούν στη συνταγματική αναθεώρηση της Πρώτης Τροπολογίας. Για να επιτευχθεί αυτή η αναθεώρηση απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Η πρόταση Τροπολογίας εισάγεται στις 21 Ιουνίου, αλλά υπερψηφίζεται μόνο από το 58% και συνεπώς απορρίπτεται. Για να αντιδράσουν, οι υπερεθνικόφρονες κυβερνήτες πολλών πολιτειών εισάγουν στη νομοθεσία ειδικά κίνητρα για τους «αγανακτισμένους πολίτες» που θα επιτεθούν σε κάποιον που καίει σημαία. Ο ξυλοδαρμός του βέβηλου θεωρείται πλέον σ’ αυτές τις πολιτείες απλό πταίσμα και τιμωρείται με πρόστιμο 5 δολαρίων.

    Το λόμπι των υπερεθνικοφρόνων επιχειρεί κατά διαστήματα να περάσει στο Κογκρέσο την πρόταση Τροπολογίας, αλλά ακόμα δεν τα έχει καταφέρει. Το φθινόπωρο του 1995 ξανατέθηκε το ζήτημα, αλλά η Γερουσία το απέρριψε και πάλι. Το Φεβρουάριο του 1997 εισάγεται και πάλι η πρόταση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και περνάει με 310 έναντι 114 ψήφων. Η απαιτούμενη ψηφοφορία στη Γερουσία δεν θα προφτάσει να γίνει πριν από τη διάλυση του σώματος για εκλογές. Σύμφωνα με το νόμο, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξαναψηφίσει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Ιούνιο του 1999 η Βουλή εγκρίνει την Τροπολογία με τη οριακή πλειοψηφία 305-124. Η Γερουσία, όμως, τον περασμένο Μάρτιο την απορρίπτει (63-36). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα θα ξανατεθεί μετά τις εκλογές. Όμως μέχρι τότε η δίωξη των «βέβηλων» θεωρείται αντισυνταγματική και απαγορεύεται.

    Η γλώσσα του σώματος

    Όπως είναι σε όλους μας γνωστό, δεν έχουν επικρατήσει στις ΗΠΑ κάποιοι απάτριδες αναρχικοί. Η υποστήριξη του συνταγματικού δικαιώματος έναντι της χαμένης τιμής της σημαίας δεν σημαίνει καθόλου ότι χάθηκε ο σεβασμός απέναντι στο εθνικό σύμβολο. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ας ακούσουμε έναν σύγχρονο «εθνικό ήρωα» των ΗΠΑ, τον αστροναύτη-γερουσιαστή Τζον Γκλεν: «Η σημαία είναι το πιο ισχυρό και συγκινησιακό σύμβολο του έθνους. Και είναι το πιο τιμημένο σύμβολό μας. Αλλά είναι ένα σύμβολο. Συμβολίζει τις ελευθερίες που έχουμε σ’ αυτή τη χώρα, αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτές τις ελευθερίες. Γι’ αυτό το λόγο δεν πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ εκείνων που αγαπούν τη σημαία και εκείνων που δεν την αγαπούν. Όσοι θυσιάστηκαν ακολουθώντας τη σημαία δεν έδωσαν τη ζωή τους για ένα κόκκινο, λευκό και μπλε κομμάτι πανί. Θυσιάστηκαν επειδή είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στη χώρα μας και στις αξίες της Δημοκρατίας. Η πιο σημαντική απ’ αυτές τις αξίες, τα δικαιώματα και τις αρχές είναι η ατομική ελευθερία: η ελευθερία να πιστεύουμε, να σκεφτόμαστε και να εκφραζόμαστε, όσο κι αν απέχουν οι απόψεις μας από τη γνώμη της πλειοψηφίας. Η δέσμευσή μας στην ελευθερία κωδικοποιείται στο Χάρτη των Δικαιωμάτων. Η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία του Τύπου και η θρησκευτική ελευθερία προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία. (…) Όσο για το επιχείρημα ότι η βεβήλωση της σημαίας είναι μια πράξη και όχι μια μορφή λόγου ή έκφρασης, πιστεύω ότι πρόκειται για ένα απατηλό επιχείρημα. Οποίος καίει μια σημαία είναι σίγουρο ότι κάτι λέει. Κάτι δηλώνει με τη γλώσσα του σώματος, και αυτό που κάνει είναι μια δήλωση πολύ πιο ηχηρή από τις λέξεις που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Λέει κάτι, με τον ίδιο τρόπο που άλλοι διαδηλώνουν με πανό ή πλακάτ ή άλλες μορφές διαμαρτυρίας. Και μάλιστα, αν δεν αντιμετωπίζαμε το κάψιμο της σημαίας ως κάτι το προσβλητικό και το αποκρουστικό, δεν θα συζητούσαμε σήμερα αν έχει κάποιος το δικαίωμα να το διαπράττει».

    Εθνική ανασφάλεια

    Η επιχειρηματολογία του Γκλεν είναι απλή. Κακά τα ψέματα: όσοι επιμένουν να ταυτίζουν το έθνος με τα σύμβολά του είναι εκείνοι που δεν έχουν καμιά πολιτική και εθνική σιγουριά. Τον πατριωτισμό τους τον αντλούν μόνο από τα σύμβολα και τον εξαντλούν σ’ αυτά. Στο βάθος κρύβεται μια αμήχανη φοβία και ένα εθνικό αίσθημα κατωτερότητας. Περίπου αυτό που ενέπνεε τους χουντικούς συνταγματάρχες να επιβάλουν βίαιο εκπατριωτισμό με τον υποχρεωτικό σημαιοστολισμό της Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών. Μας το επιβεβαιώνει με έμμεσο τρόπο ο αμερικανός αρχιστράτηγος Κόλιν Πάουελ, ο «θριαμβευτής» του Πολέμου στον Κόλπο. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Πάουελ είναι κι αυτός υπερασπιστής της ελευθερίας της έκφρασης, ακόμα και με τη μορφή της βεβήλωσης των εθνικών συμβόλων: «Εχουμε δίκιο να ξεσηκωνόμαστε όταν κάποιος επιτίθεται ή βεβηλώνει τη σημαία μας», γράφει ο Πάουελ. «Ελάχιστοι Αμερικάνοι κάνουν παρόμοιες πράξεις, και όταν το επιχειρήσουν, υφίστανται τη δίκαιη αποδοκιμασία των συμπολιτών τους. Μπορεί να καταστρέφουν ένα κομμάτι πανί, αλλά δεν μπορούν να θίξουν το σύστημα των ελευθεριών μας, το οποίο επιτρέπει αυτή τη βεβήλωση». Ο συντηρητικός στρατιωτικός δεν εκφράζει βεβαίως καμιά συμπάθεια στους διαμαρτυρόμενους ή τους διαδηλωτές, αλλά διατυπώνει με καθαρό τρόπο την εθνική του αυτοπεποίθηση.

    Θυμόμαστε με μελαγχολία τις επιθέσεις που είχε δεχτεί ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, όταν με αφορμή το κάψιμο της σημαίας στο Πολυτεχνείο είχε κι αυτός τολμήσει να πει ότι πρόκειται για ένα κομμάτι πανί. Αλλά εκείνος δεν ήταν δαφνοστεφής στρατηγός. Ήταν ένας απλός αριστερός ηθοποιός. Και η Ελλάδα δεν είναι η αλαζονική υπερδύναμη, αλλά η μισοκακόμοιρη Ψωροκώσταινα των Γιακουμάτων και των Ψωμιάδηδων. Και είναι γνωστό ότι όπου υπάρχει εθνική ανασφάλεια, τη λύση αναλαμβάνει να δώσει η Γενική Ασφάλεια.

    (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 29/10/2000)

Σχολιάστε